- σπορέλαιο
- το, Ν(τροφ. χημ.) γενική ονομασία για όλα τα λιπαρά έλαια φυτικής προέλευσης που λαμβάνονται με σύνθλιψη ή εκχύλιση διαφόρων ελαιούχων σπερμάτων και χρησιμοποιούνται κυρίως στη διατροφή τού ανθρώπου αλλά και για την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και αλλού, όπως είναι το βαμβακέλαιο, το σογιέλαιο κ.λπ.[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + έλαιο].
Dictionary of Greek. 2013.