σπορέλαιο

σπορέλαιο
το, Ν
(τροφ. χημ.) γενική ονομασία για όλα τα λιπαρά έλαια φυτικής προέλευσης που λαμβάνονται με σύνθλιψη ή εκχύλιση διαφόρων ελαιούχων σπερμάτων και χρησιμοποιούνται κυρίως στη διατροφή τού ανθρώπου αλλά και για την παρασκευή ελαιοχρωμάτων και αλλού, όπως είναι το βαμβακέλαιο, το σογιέλαιο κ.λπ.
[ΕΤΥΜΟΛ. < σπόρος + έλαιο].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужно решить контрольную?

Look at other dictionaries:

  • σπορέλαιο — το λάδι που βγαίνει από σπόρους διάφορων φυτών: Μαγειρεύει τα φαγητά της με σπορέλαιο …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • έλαιο — και λάδι, το (AM ἔλαιον) 1. το υγρό που λαμβάνεται από την έκθλιψη τού ελαιοκάρπου, ελαιόλαδο 2. γεν. κάθε ρευστή λιπαρή ουσία που προέρχεται από φυτικές, ζωικές ή ορυκτές ουσίες π.χ. σπορέλαιο, αμυγδαλέλαιο, αραβοσιτέλαιο, φιστικέλαιο,… …   Dictionary of Greek

  • σπορελαιουργία — η, Ν (τροφ. τεχνολ.) κλάδος τής τεχνολογίας τροφίμων που ασχολείται με τον διαχωρισμό τού ελαίου από τα ελαιούχα σπέρματα. [ΕΤΥΜΟΛ. < σπορέλαιο + ουργία (< ουργός*)] …   Dictionary of Greek

  • Ρίο ντε Tζανέιρο — I (Rio de Janeiro). Ομόσπονδη Πολιτεία της νοτιοανατολικής Βραζιλίας, που βρέχεται από τον Ατλαντικό ωκεανό στα Α και στα Ν και συνορεύει με το Εσπίριτου Σάντου στα ΒΑ, τη Μίνα Ζεράις στα Β και το Σαν Πάουλο στα ΝΔ. Έχει έκταση 43.653 τ. χλμ. ·… …   Dictionary of Greek

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”